-
1 μυστικός
μυστικός, geheimnißvoll, mystisch, bes. die Eingeweihten oder die Geheimnißlehren der Mysterien betreffend; τέλος, Aesch. frg. 398; μυστικὴ χοῖρος, Ar. Ach. 729; μυστικὸς ἴακχος, Her. 8, 65; τὰ μυστικά, = μυστήρια, Thuc. 6, 28. – Adv., δικάζω, Poll. 8, 123.
-
2 Ἴακχος
Ἴακχος, ὁ, Iacchos, mystic name of Dionysus, S.Fr. 959, Trag.Adesp.140 (lyr.), Ar.Ra. 398, Paus.1.2.4, etc.; ἡ Ἐλευσῖνι τοῦ Ἰαάκχου (sic)Aὑποδοχή IG22.847.21
; τὸν Ἴακχον ἐξελαύνειν lead forth a Bacchic procession, Plu.Alc.34;τὸν Ἴ. προπέμψαι IG22.1028.10
.2 song in his honour, ὁ μυστικὸς ἴ. Hdt.8.65, cf. Athenio ap.Posidon.36 J., Anon. ap. Suid.; ᾄδειν τὸν Ἴ. Hsch. s.v. Διαγόρας: as Adj.,ἴακχος ᾠδά E.Cyc.69
(lyr.).2 in pl., Epigr.Gr. 985 ([place name] Philae): generally, chorus, νεκρῶν ἴ. E.Tr. 1230; τυμπάνων ἴ. dub. in Id.Fr.586.4L (lyr.).II used by the tyrant Dionysius for χοῖρος, Athanis 1 ( = Dionys.Trag.12). -
3 ιακχος
-
4 μυστικος
-
5 μυστικός
A connected with the mysteries, ; μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.8.65; ;αὔρα τις εἰσέπνευσε -ωτάτη Id.Ra. 314
;βίοτος μ. IG3.172.6
;μ. λόγοι Phld.Ir.p.46
W.; τὰ μ. the mysteries, Th.6.28,60; ἡ -κή (sc. παράδοσις) mystical doctrine, Procl.in Prm.p.779 S., cf. eund.in Ti.3.12 D.;τὸ θεῖον καὶ μ. Dam.Pr. 213
; οἱ μ., = μύσται, Str.17.1.29: [comp] Comp. - ώτερος Luc.Salt.59: [comp] Sup. - ώτατος Ar.Ra.l.c., Dam.Pr. 111. Adv. -κῶς, δικάζειν Poll.8.123
(fort. μυστικῶν in cases relating to the mysteries); mystically,μ. καὶ τελεστικῶς Hermog.Id.1.6
, cf. D.S.5.77, Porph. Antr.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυστικός
См. также в других словарях:
μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek